κρυογενετική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρυογενετική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική cryogenics
- για την κρυονική' < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική cryonics
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɾi.o.ʝe.ne.tiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρυ‐ο‐γε‐νε‐τι‐κή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρυογενετική θηλυκό
- άλλη μορφή του κρυογονική
- (σπάνιο) άλλη μορφή του κρυονική
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρυογενετική
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)