κρυπτεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
κρυπτεία < κρύπτω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρυπτεία θηλυκό
- συνήθεια των Σπαρτιατών, που έστελναν σε μυστική αποστολή τα νεαρά αγόρια για ανθρωποκυνηγητό, με στόχο τη σύλληψη και ίσως το φόνο ειλώτων
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κρύβω, θέμα κρυπτ-
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- κρυπτεία στη Βικιπαίδεια