κυανίδιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κυανίδιο τα κυανίδια
      γενική του κυανίδιου
κυανιδίου
των κυανίδιων
κυανιδίων
    αιτιατική το κυανίδιο τα κυανίδια
     κλητική κυανίδιο κυανίδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυανίδιο < κυαν(ός) + -ίδιο < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Cyanid, Zyanid < Cyan, Zyan (< αρχαία ελληνική κυάνεος) + -id

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ci.aˈni.ði.o/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κυανίδιο ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]