κυλιέμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κυλιέμαι < αρχαία ελληνική κυλίομαι
Ρήμα
[επεξεργασία]κυλιέμαι
- περιστρέφω το σώμα μου ώστε να κυλήσει πάνω σε μια επιφάνεια