κυμάτιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κυμάτιο | τα | κυμάτια |
γενική | του | κυματίου & κυμάτιου |
των | κυματίων |
αιτιατική | το | κυμάτιο | τα | κυμάτια |
κλητική | κυμάτιο | κυμάτια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυμάτιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κυμάτιον, υποκοριστικό του αρχαίου grc. Συγχρονικά αναλύεται σε (κύμα) κυματ- + υποκοριστικό επίθημα -ιο [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ciˈma.ti.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐μά‐τι‐ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κυμάτιο ουδέτερο
- (κυριολεκτικά, παρωχημένο) κυματάκι
- (αρχιτεκτονική) διακοσμητικό στοιχείο με κυματοειδή μορφή, σε επιστύλιο, κίονα ή άγαλμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κύμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κυμάτιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ιο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)