κυματώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυματώδης < αρχαία ελληνική κυματώδης < κῦμα
Επίθετο[επεξεργασία]
κυματώδης
- που έχει πολλά κύματα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κύμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυματώδης
|