κυνάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κινάρα

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κυνάρα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κυνάρα θηλυκό

  • θάμνος που καλλιεργείται για την κατανάλωση του ανθού του, η αγκινάρα

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]