κυοφορία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυοφορία < (ελληνιστική κοινή) κυοφορία < κυοφόρος < κύω + φέρω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική gestation)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ci.o.foˈɾi.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κυοφορία θηλυκό
- η χρονική διάρκεια και οι διεργασίες που σχετίζονται με την ανάπτυξη εμβρύου και συντελούνται στη μήτρα ενός θηλυκού από τη στιγμή της σύλληψης μέχρι και τον τοκετό
- (μεταφορικά) η χρονική διάρκεια και οι διεργασίες που σχετίζονται με την εμφάνιση κάτι νέου: μιας ιδέας, μιας απόφασης κ.λπ.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)