κυπαρισσώνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κυπαρισσώνας < ελληνιστική κοινή κῠπᾰρισσών < αρχαία ελληνική κῠπᾰ́ρισσος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κυπαρισσώνας αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κυπαρισσώνας