κυρίως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]κυρίως
πρωτίστως, κατά πρώτον λόγο, κατεξοχήν
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- «εκείνο που μας ενδιαφέρει κυρίως είναι να πείσωμεν»
- «κυρίως ειπείν»
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κυρίως
|