κυρίως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κυρίως < από το επίθετο κύριος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

κυρίως

πρωτίστως, κατά πρώτον λόγο, κατεξοχήν

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • «εκείνο που μας ενδιαφέρει κυρίως είναι να πείσωμεν»
  • «κυρίως ειπείν»

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]