κυστεοορθοκήλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κυστεοορθοκήλη | οι | κυστεοορθοκήλες |
γενική | της | κυστεοορθοκήλης | — | |
αιτιατική | την | κυστεοορθοκήλη | τις | κυστεοορθοκήλες |
κλητική | κυστεοορθοκήλη | κυστεοορθοκήλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κυστεοορθοκήλη θηλυκό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κυστεοορθοκήλη
|