κωλοφωτιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κωλοφωτιά | οι | κωλοφωτιές |
γενική | της | κωλοφωτιάς | των | κωλοφωτιών |
αιτιατική | την | κωλοφωτιά | τις | κωλοφωτιές |
κλητική | κωλοφωτιά | κωλοφωτιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κωλοφωτιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κωλοφωτία με συνίζηση. Συγχρονικά αναλύεται σε κωλο- + φωτιά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κωλοφωτιά θηλυκό
- (έντομο, οικείο) η πυγολαμπίδα
- ↪ το σούρουπο ο κήπος λαμπυρίζει από τις κωλοφωτιές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κωλοφωτιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κωλο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Έντομα (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)