κωμωδός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | κωμωδός | οι | κωμωδοί |
γενική | του/της | κωμωδού | των | κωμωδών |
αιτιατική | τον/την | κωμωδό | τους/τις | κωμωδούς |
κλητική | κωμωδέ | κωμωδοί | ||
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κωμωδός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κωμῳδός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κωμωδός αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κωμωδός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γιατρός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Θέατρο (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)