κόκκυγας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κόκκυγας | οι | κόκκυγες |
γενική | του | κόκκυγα | των | κοκκύγων |
αιτιατική | τον | κόκκυγα | τους | κόκκυγες |
κλητική | κόκκυγα | κόκκυγες | ||
γενική ενικού & κόκκυγος | ||||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κόκκυγας < ελληνιστική κοινή κόκκυξ (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική κόκκυξ (κούκος)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈko.ci.ɣas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κόκ‐κυ‐γας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κόκκυγας αρσενικό
- (ανατομία) το τελικό τμήμα της σπονδυλικής στήλης, το οποίο αποτελείται από συνοστέωση 3–5 μικρότερων οσταρίων
Συνώνυμα[επεξεργασία]
λαϊκότροπα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κοκκυγεκτομή
- κοκκυγικός
- κοκκυγωδυνία
- νεφελοκοκκυγία
- → δείτε τη λέξη κούκος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Coccyx στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)