κόλλυβος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κόλλυβος | οι | κόλλυβοι |
γενική | του | κολλύβου & κόλλυβου |
των | κολλύβων |
αιτιατική | τον | κόλλυβο | τους | κολλύβους |
κλητική | κόλλυβε | κόλλυβοι | ||
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κόλλυβος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κόλλυβος αρσενικό
- νόμισμα μικρής αξίας· οποιοδήποτε κέρμα αξίας κάτω από την νομισματική μονάδα, ιδιαίτερα μικρή νομισματική υποδιαίρεση, (λέξη γνωστή από τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ.)
- κέρδος του αργυραμοιβού, του κολλυβιστή, από την ανταλλαγή νομίσματος [1]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κόλλυβος
|