κόμαρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | κόμαρος | οι | κόμαροι |
γενική | του/της | κόμαρου | των | κόμαρων |
αιτιατική | τον/την | κόμαρο | τους/τις | κόμαρους |
κλητική | κόμαρε | κόμαροι | ||
Κατηγορία όπως «ιμπρεσάριος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κόμαρος < αρχαία ελληνική κόμαρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κόμαρος αρσενικό ή θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) (φυτό) η κουμαριά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κόμαρος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ιμπρεσάριος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)