κόνικλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κόνικλος (καθαρεύουσα) < ελληνιστική κοινή κόνικλος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κόνικλος αρσενικό (καθαρεύουσα) (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο κόνικλος)

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κόνικλος οἱ κόνικλοι
      γενική τοῦ κονίκλου τῶν κονίκλων
      δοτική τῷ κονίκλ τοῖς κονίκλοις
    αιτιατική τὸν κόνικλον τοὺς κονίκλους
     κλητική ! κόνικλε κόνικλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κονίκλω
γεν-δοτ τοῖν  κονίκλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κόνικλος < (άμεσο δάνειο) λατινική cuniculus, άγνωστης ετυμολογίας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κόνικλος, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]