κόπια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κόπια οι κόπιες
      γενική της κόπιας
    αιτιατική την κόπια τις κόπιες
     κλητική κόπια κόπιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κόπια < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κόπια θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]