λάβε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈla.ve/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λά‐βε
- τονικό παρώνυμο: λαβέ
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
λάβε
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
λάβε
- επικός & ιωνικός τύπος του λαβέ: β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής ενεργητικού ενεστώτα του λαμβάνω
- επικός & ιωνικός τύπος του ἔλαβε: γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του λαμβάνω
- → δείτε παράθεμα στο λαμβάνω