λάδι βάσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
λάδι βάσης ουδέτερο, πληθυντικός λάδια βάσης
- το λάδι που παράγεται από κουκούτσια, σπόρους, φύλλα, ή και καρπούς φυτών που χρησιμοποιείται κυρίως ως διαλύτης των αιθέριων ελαίων.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- κάποια από τα λάδια βάσης είναι βρώσιμα, όμως στην πλειονότητά τους χρησιμοποιούνται ως καλλυντικά.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λάδι βάσης
|