λάζος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λάζος | οι | λάζοι |
γενική | του | λάζου | των | λάζων |
αιτιατική | τον | λάζο | τους | λάζους |
κλητική | λάζε | λάζοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λάζος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λάζος αρσενικό
- είδος μαχαιριού που διπλώνει στη λαβή, σουγιάς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λάζος
|