λάμπασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λάμπασμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λάμπασμα ουδέτερο
- (ιδιωματικό) ξωτικό, φάντασμα
- (ιδιωματικό) το αποτέλεσμα του λαμπάζω
- (ιδιωματικό) αδύνατος άνθρωπος εξαιτίας ασθένειας ή άλλης κακουχίας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.