λάμψις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | λάμψῐς | αἱ | λάμψεις |
γενική | τῆς | λάμψεως | τῶν | λάμψεων |
δοτική | τῇ | λάμψει | ταῖς | λάμψεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | λάμψῐν | τὰς | λάμψεις |
κλητική ὦ! | λάμψῐ | λάμψεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λάμψει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λαμψέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λάμψις < λάμπω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lap- (λάμπω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λάμψις θηλυκό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πόλις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πόλις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πόλις' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πόλις' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)