λάπις λάζουλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λάπις λάζουλι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λάπις λάζουλι ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λάπις λάζουλι
→ δείτε τη λέξη λαζουρίτης |