λάχνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λάχνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λάχνη θηλυκό
- (ανατομία) πολύ λεπτή νηματοειδής προεξοχή διαφόρων υμένων
- εντερική λάχνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λάχνη
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
λάχνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λάχνη θηλυκό