λέσκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λέσκα < Η λέξη προέρχεται από την Κρήτη, πιθανώς από την περιοχή των Χανίων
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λέσκα θηλυκό
- - Αγρίμια κι αγριμάκια μου
- λάφια μου μερωμένα,
- πέστε μου πού'ναι οι τόποι σας,
- πού'ναι τα χειμαδιά σας;
- - Γκρεμνά'ναι εμάς οι τόποι μας,
- λέσκες τα χειμαδιά μας,
- τα σπηλιαράκια του βουνού
- είναι τα γονικά μας.
- (ριζίτικο)
- Έχεις και λέσκες και σπηλιές, πανίδα και χλωρίδα
- τέτοια μεγάλη ομορφιά λίγες φορές την είδα
- Από ποίημα αγνώστου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λέσκα
|