λέω το ψωμί ψωμάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
λέω το ψωμί ψωμάκι
- βρίσκομαι σε κατάσταση φτώχειας και ένδειας, στερούμαι βασικά καταναλωτικά αγαθά
- ※ Θύματα του πολέμου οι καταναλωτές, αφού συχνά ο πόλεμος γινόταν θερμός. Οι φούρνοι έκλειναν σε ένδειξη διαμαρτυρίας και ο αρμόδιος υπουργός καλείτο να ορίσει τη δίκαιη τιμή του ψωμιού. Η κοινωνία αναστατωνόταν κι ένα οικονομικό πρόβλημα γινόταν πολιτικός πονοκέφαλος. «Θα πούμε το ψωμί, ψωμάκι», έγραφαν συνήθως οι εφημερίδες και συνηθέστερα αυξήσεις φωτιά ενέκρινε η κυβέρνηση.
- Πάσχος Μανδραβέλης, Η διατίμηση των κομίστρων, Η Καθημερινή, 13 Μαΐου 2008
- ※ Θύματα του πολέμου οι καταναλωτές, αφού συχνά ο πόλεμος γινόταν θερμός. Οι φούρνοι έκλειναν σε ένδειξη διαμαρτυρίας και ο αρμόδιος υπουργός καλείτο να ορίσει τη δίκαιη τιμή του ψωμιού. Η κοινωνία αναστατωνόταν κι ένα οικονομικό πρόβλημα γινόταν πολιτικός πονοκέφαλος. «Θα πούμε το ψωμί, ψωμάκι», έγραφαν συνήθως οι εφημερίδες και συνηθέστερα αυξήσεις φωτιά ενέκρινε η κυβέρνηση.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λέω το ψωμί ψωμάκι
|
Πηγές[επεξεργασία]
- ψωμί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λέω το ψωμί ψωμάκι - Ιδιωματικές εκφράσεις στο ΙΔΙΟΝ, Ινστιτούτο Επεξεργασίας του Λόγου.