λήμματος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈli.ma.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λήμ‐μα‐τος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]λήμματος ουδέτερο
Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /lɛ̌ːm.ma.tos/
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]λήμματος (λήμμᾰτος) ουδέτερο