λαβών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
λαβών θηλυκό
- γενική πληθυντικού του λαβή
- παλιότερη γραφή: λαβῶν
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
λαβών, -οῦσα, -όν
- μετοχή ενεργητικού αορίστου (ἔλαβον) του ρήματος λαμβάνω
Κατηγορίες:
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές με κλίση όπως το 'φυγών' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'φυγών' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές ενεργητικού αορίστου (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)