λαμέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λαμέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική lamé[1]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαμέ ουδέτερο άκλιτο
- ύφασμα από γυαλιστερό υλικό που αντανακλά έντονη μεταλλική λάμψη
- (συνεκδοχικά) στον πληθυντικό: ρούχα, παπούτσια και διάφορα εξαρτήματα από γυαλιστερό υλικό, συνήθως χαμηλής ποιότητας κι αισθητικής, που αποσκοπούν στον εύκολο εντυπωσιασμό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- ↑ λαμέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)