λαμπρόψωμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαμπρόψωμο τα λαμπρόψωμα
      γενική του λαμπρόψωμου των λαμπρόψωμων
    αιτιατική το λαμπρόψωμο τα λαμπρόψωμα
     κλητική λαμπρόψωμο λαμπρόψωμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαμπρόψωμο < Λαμπρ(ή) + -ό- + ψωμ(ί) + -ο

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /lamˈbɾo.pso.mo/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λαμπρόψωμο ουδέτερο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]