λανσάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λανσάρω < (λόγιο δάνειο) γαλλική lancer[1] + -άρω

λανσάρω, πρτ.: λάνσαρα, στ.μέλλ.: θα λανσάρω, αόρ.: λανσάρισα, παθ.φωνή: λανσάρομαι, μτχ.π.π.: λανσαρισμένος

  1. φέρνω, παρουσιάζω για πρώτη φορά κάτι νέο, προϊόν, συνήθεια, μόδα, λέξη κ.λπ.
    νέους επεξεργαστές λανσάρει η γνωστή εταιρεία

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]