λαχανάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λαχανάς | οι | λαχανάδες |
γενική | του | λαχανά | των | λαχανάδων |
αιτιατική | τον | λαχανά | τους | λαχανάδες |
κλητική | λαχανά | λαχανάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λαχανάς < λάχαν(ο) (με την έννοια του πορτοφολιού) + -άς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαχανάς αρσενικό
- (αργκό, παρωχημένο) ο πορτοφολάς
- ※ Κάτω στα λεμονάδικα
έγινε φασαρία
δυό λαχανάδες πιάσανε
κι έκαναν την "κυρία"- Από το τραγούδι του Βαγγέλη Παπάζογλου "Κάτω στα λεμονάδικα"
- ※ Κάτω στα λεμονάδικα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λαχανάς
|