λελές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λελές | οι | λελέδες |
γενική | του | λελέ | των | λελέδων |
αιτιατική | τον | λελέ | τους | λελέδες |
κλητική | λελέ | λελέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λελές < πιθανόν νηπιακή λέξη ή από το διπλασιασμό του γαλλικού le)
- για την πολιτική < περικοπή του φιλελές / νεοφιλελές < φιλελεύθερος / νεοφιλελεύθερος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λελές αρσενικό
- (ειρωνικό) νεαρός από πλούσια οικογένεια με λεπτή συμπεριφορά καλομαθημένου ατόμου
- (αργκό) ο θηλυπρεπής
- (αργκό, ειρωνικό, πολιτική) αυτός που ασπάζεται στην πολιτική τον φιλελευθερισμό / νεοφιλελευθερισμό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λελές
|