λεμφαγγείωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λεμφαγγείωμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: lymphangiome < lymphe (< ελληνιστική κοινή λέμφος) + angiome (< αρχαία ελληνική ἀγγεῖον)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λεμφαγγείωμα ουδέτερο
- (ιατρική) καλοήθης όγκος στα λεμφαγγεία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λεμφαγγείωμα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)