λεμφοκήλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λεμφοκήλη οι λεμφοκήλες
      γενική της λεμφοκήλης
    αιτιατική τη λεμφοκήλη τις λεμφοκήλες
     κλητική λεμφοκήλη λεμφοκήλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λεμφοκήλη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική lymphocèle < λατινική lympha < αρχαία ελληνική νύμφη + κήλη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λεμφοκήλη θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Lymphocele στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]