λετρασέτ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λετρασέτ < γαλλ. lettre-set < lettre <<γράμμα>> (< λατ. littera) + set <<σύνολο>>

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λετρασέτ ουδέτερο άκλιτο

  1. η τυποποιημένη σειρά αυτοκόλλητων γραμμάτων αλφαβήτου, που επικολλώνται σε χαρτί.
  2. το σύστημα διαδοχικής επικολλήσεως γραμμάτων και συμβόλων από βιομηχανοποιημένα αυτοκόλλητα αλφάβητα σε φύλλα.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]