λευκάργα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λευκάργα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λευκάργα θηλυκό
- (σπάνιο ή παρωχημένο) αργιλώδες πέτρωμα, πηλός
- Τέσσεροι με βαριούς κασμάδες εχτυπούσαν τη ράχη, σ' ένα γκρέμισμα, ξεκολλώντας κάθε τόσο χοντρά κομμάτια λευκάργας (Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Ο Κατάδικος)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- λευκάργα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)