λευκάργα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λευκάργα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λευκάργα θηλυκό

  • (σπάνιο ή παρωχημένο) αργιλώδες πέτρωμα, πηλός
    Τέσσεροι με βαριούς κασμάδες εχτυπούσαν τη ράχη, σ' ένα γκρέμισμα, ξεκολλώντας κάθε τόσο χοντρά κομμάτια λευκάργας (Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Ο Κατάδικος)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]