λεωφορείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λεωφορείο < λεωφόρ(ος) + -είο < αρχαία ελληνική λεωφόρος < λεώς (λαός) + φέρω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /le.o.foˈɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐ω‐φο‐ρεί‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λεωφορείο ουδέτερο
- (μέσο μεταφορών) αυτοκινούμενο όχημα με δυνατότητα μεταφοράς πολλών επιβατών
- τα λεωφορεία των αστικών συγκοινωνιών
- σχολικό λεωφορείο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- διαστημικό λεωφορείο
- αερολεωφορείο
- λεωφορειάκι
- λεωφορειακός
- λεωφορειατζής
- λεωφορειόδρομος
- λεωφορειούχος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- λεωφορείο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λεωφορείο
|