ληνού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ληνού | οι | ληνούδες |
γενική | της | ληνούς | των | ληνούδων |
αιτιατική | τη | ληνού | τις | ληνούδες |
κλητική | ληνού | ληνούδες | ||
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ληνού θηλυκό