λησμονιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λησμονιά οι λησμονιές
      γενική της λησμονιάς των λησμονιών
    αιτιατική τη λησμονιά τις λησμονιές
     κλητική λησμονιά λησμονιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λησμονιά < λησμονώ + -ιά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λησμονιά θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]