λιθάγρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιθάγρα οι λιθάγρες
      γενική της λιθάγρας των λιθαγρών
    αιτιατική τη λιθάγρα τις λιθάγρες
     κλητική λιθάγρα λιθάγρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λιθάγρα < (λίθος) λιθ- + -άγρα (< ἄγρα)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λιθάγρα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]