λιθολόγημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λιθολόγημα < αρχαία ελληνική λιθολόγημα < λίθος + λέγω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λιθολόγημα ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική) κατασκευή από μη κατεργασμένους λίθους
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λιθολόγημα
|