λιθόσφαιρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιθόσφαιρα οι λιθόσφαιρες
      γενική της λιθόσφαιρας των λιθοσφαιρών
    αιτιατική τη λιθόσφαιρα τις λιθόσφαιρες
     κλητική λιθόσφαιρα λιθόσφαιρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λιθόσφαιρα < γαλλική lithosphère < λίθος + σφαίρα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /liˈθo.sfe.ɾa/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
η δομή της Γης

λιθόσφαιρα θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • (γεωλογία) το εξωτερικό περίβλημα κάθε πετρώδους πλανήτη. Στη Γη αποτελείται από το στερεό φλοιό και μέρος του ανώτερου μανδύα


Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]