λογάριν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λογάριν ουδέτερο, (επίσης αποτελεί κυπριακό και ποντιακό ιδίωμα)

  • άλλη μορφή του λογάριον
    ※  πιθανόν 15ος αιώνας ή νωρίτερα - Ἐρωτοπαίγνια, ανωνύμου, στ. 568 (στίχοι 567-568) @georgakas.lit.auth.gr
    Ἐσ’ εἶσαι, τὸ ἄστρον τοῦ οὐρανοῦ, τοῦ κάμπου τὸ λουλούδι,
    καὶ χώρα πολυζήλευτος μὲ τὸ πολὺν λογάριν·
    ※  πιθανόν 15ος αιώνας - Ιμπέριος και Μαργαρώνα, Βυζαντινό Ιπποτικό Μυθιστόρημα, ανωνύμου, στ. 509 @greek-language.gr
    Ἐπαίρνει πρᾶγμαν ἄπειρον, ἀρίθμητον λογάριν.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λογάριν < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λογάριον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λογάριν ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]