λογαριασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λογαριασμός < λογαριάζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λογαριασμός αρσενικό
- εκτέλεση πράξεων
- κάνω το λογαριασμό
- αρχείο χρηματοπιστωτικών πράξεων
- λογαριασμός τράπεζας
- απολογισμός, λογοδοσία (δίνω λογαριασμό)
- δε δίνω λογαριασμό σε κανέναν