λογικεύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /lo.ʝiˈce.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λο‐γι‐κεύ‐ο‐μαι
Ρήμα[επεξεργασία]
λογικεύομαι
- παθητική φωνή του ρήματος λογικεύω