λογοτεχνικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λογοτεχνικός < λογοτεχνία
Επίθετο
[επεξεργασία]λογοτεχνικός
- που αναφέρεται στους λογοτέχνες ή στη λογοτεχνία ή έχει το χαρακτήρα της λογοτεχνίας
- λογοτεχνική συντροφιά, λογοτεχνικό περιοδικό, λογοτεχνικό βιβλίο