λογχισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /loŋ.çiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λογ‐χι‐σμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λογχισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του λογχίζω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λογχισμός
|