λογόγραμμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ουδέτερο
- (γλωσσολογία) χαρακτήρας που συμβολίζει ακέραια-ολόκληρη λέξη (όχι μονό φώνημα ή συλλαβογραφή εκτός αν ταυτίζονται με λέξη)
- Τα κινέζικα ιδεογράμματα και οι σύγχρονοι αριθμητικοί χαρακτήρες αποτελούν λογογράμματα.
- πχ τα @, #, €, &, % κτλ.